μεγαλοκεφαλία

μεγαλοκεφαλία
η мед. мегалокефалия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μεγαλοκεφαλία" в других словарях:

  • μεγαλοκεφαλία — Αύξηση των διαστάσεων του κεφαλιού πέρα από σύνηθες, εξαιτίας της ταυτόχρονης αύξησης του κρανίου και του εγκέφαλου. Η μ. είναι άλλοτε φυσιολογική και άλλοτε παθολογική. Διακρίνεται σε μεγαλοκεφαλία και γιγαντοκεφαλία. Για μ. διακρίνονται οι… …   Dictionary of Greek

  • μεγακεφαλία — η η ιδιότητα ορισμένων λαών ή ατόμων να έχουν κεφάλι διαστάσεων μεγαλύτερων τού κανονικού, αλλ. μεγαλοκεφαλία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»